Γράφει η Εύα Καλαβρή.
Είδαμε τους “Σφήκες” της Λένας Κιτσοπούλου, στην Επίδαυρο, το Σάββατο 15 Ιουλίου 2023. Ξεκινάω με αυτό το δεδομένο, για να καταστήσω σαφές ότι ήμουν εκεί και γράφω την εμπειρία μου. Δεν είμαι κριτικός θεάτρου, είμαι μία απλή θεατής, μου αρέσει το θέατρο και παρακολουθώ όσες περισσότερες παραστάσεις μπορώ και μου δίνεται η ευκαιρία. Έχω υπάρξει επίσης, μέλος ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας και έχω διδαχθεί κάποια πράγματα για το αρχαίο (και όχι μόνο) θέατρο, ενώ έχω αναλάβει να δημιουργήσω χορογραφίες για παραστάσεις με την ιδιότητα της χορογράφου.
Αρχικά, οι Σφήκες είναι κωμωδία του Αριστοφάνη που πραγματεύεται τη δικομανία των Αθηναίων, ενώ παράλληλα ασκεί κριτική στον Κλέωνα. Έτσι, στόχος του συγγραφέα είναι η λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Το ιστορικό πλαίσιο που έδωσε την ιδέα στον Αριστοφάνη ήταν ότι ο Περικλής είχε θεσμοθετήσει μια ημερήσια αποζημίωση, ώστε να έχουν οι πολίτες κίνητρο για να συμμετέχουν ως δικαστές στα λαϊκά δικαστήρια. Όταν ο Κλέων όμως αύξησε το ποσό της αποζημίωσης στους 3 οβολούς, οι γηραιότεροι πολίτες, ελεύθεροι υποχρεώσεων, προσέρχονταν καθημερινά στα Δικαστήρια. Κατέληξαν, λοιπόν, «επαγγελματίες» μισθωτοί δικαστές, με αμφίβολη μάλιστα δικαστική προσφορά. (Πηγή Wikipedia).
Η εμπειρία μου από τους Σφήκες της Λένας Κιτσοπούλου
Δεν θα σταθώ στο σκηνικό, ούτε στο γυμνό, ούτε στο βιασμό και την κτηνοβασία επί σκηνής. Έχοντας παρακολουθήσει πολλές παραστάσεις σε Ελλάδα κυρίως αλλά και στο εξωτερικό (και πειραματικές σκηνές), έχουν δει πολλά τα ματάκια μου και δεν με σοκάρει πια, σχεδόν, τίποτα. Στα άρθρα που είχαν προηγηθεί της πρεμιέρας άλλωστε, υπήρχε ξεκάθαρη προτεινόμενη ηλικία άνω των 15 ετών.
Από κάθε παράσταση, πήρα κάτι, ακόμη και από εκείνες που μετάνιωσα τα χρήματα του εισιτήριου και τον χαμένο χρόνο μου. Μπορεί να εισέπραξα έναν προβληματισμό, μια αξιοσημείωτη ερμηνεία, ένα μήνυμα, ένα παράδειγμα προς αποφυγή, μια άλλη οπτική, ακόμα και αρνητικά συναισθήματα, όπως θυμό, λύπη, γιατί όλα αυτά μπορούν να μας διδάξουν.
Από τους Σφήκες της κυρίας Κιτσοπούλου εισέπραξα απέχθεια για το θέατρο, ντροπή και αηδία. Η παράσταση κατάφερε να διχάσει το κοινό και να δημιουργήσει δύο άκρα:
-εκείνους που αποχωρούσαν κατά δεκάδες, ενοχλημένοι και διαμαρτυρόμενοι, φωνάζοντας «αίσχος» και «ντροπή» προς τη σκηνή (ακούστηκε κι ένα «μας κακοποιείτε» κάποια στιγμή) και,
-εκείνους που απαντούσαν με οργή φωνάζοντας «σκάσε» και «φύγε ρε».
Ταραγμένη και μουδιασμένη άρχισα να παρατηρώ γύρω μου τους θεατές. Κάποιοι ξένοι τουρίστες προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Φαντάζομαι, ήρθαν να δουν διασκευή έργου του Αριστοφάνη, όπως κι εμείς άλλωστε. Μάλιστα ήμασταν και διαβασμένοι με την έννοια ότι είχαμε ενημερωθεί για το θέμα και την πλοκή του πρωτότυπου έργου, αναμένοντας την ανατρεπτική μεταφορά του στο σήμερα…
Κάποιοι άλλοι θεατές ήθελαν να φύγουν, αλλά δίσταζαν. Είτε από σεβασμό προς τους ηθοποιούς, είτε από φόβο ότι θα τους τραμπουκίσουν οι φανατικοί υποστηρικτές της δημιουργού. Μαζί κι εμείς, η δική μου παρέα, αποφύγαμε να σχολιάσουμε όσο ήμασταν στο χώρο του θεάτρου, απλώς κοιταζόμασταν σαστισμένοι και αποφασίσαμε να τα πούμε μπαίνοντας στο αυτοκίνητο για την επιστροφή μας.
Επειδή καθόμουν αρκετά μπροστά, παρατηρούσα και τους ηθοποιούς, τους κοίταζα μέσα στα μάτια. Με πολλούς από αυτούς τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Αισθανόμουν ότι είχαν αμηχανία, παρακολουθώντας τον κόσμο να αποχωρεί διαρκώς και ότι κοίταζαν διερευνητικά όσους κάθονταν, προσπαθώντας «διαβάσουν» τις σκέψεις και τις αντιδράσεις τους. Από ένα σημείο κι έπειτα, προς το τέλος, κάποιοι από τους ηθοποιούς ήταν εμφανώς επηρεασμένοι και δεν «ένιωθαν» αυτό που ερμήνευαν.
Ευτυχώς τους απάλλαξε από τη δύσκολη θέση του φινάλε η ίδια η κυρία Κιτσοπούλου, η οποία πήρε το μικρόφωνο κι έκλεισε την παράσταση με έναν παραληρηματικό μονόλογο, γεμάτο βρισιές και ποικίλες απειλές όπως «θα σας γ@@@» και «βάλτε τις κριτικές σας στον κ@@ σας», λεξιλόγιο και ρίμες που σίγουρα θα ζήλευαν οι καλύτεροι trappers.
Κατά την άποψή μου, η παράσταση δεν κατάφερε να σατιρίσει, ούτε να εκφράσει τα διαχρονικά μηνύματα του Αριστοφάνη που βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ούτε να προβληματίσει θίγοντας τα κακώς κείμενα, ούτε καν να προκαλέσει.
Η παράσταση ήταν ένας αχταρμάς γεγονότων, χωρίς δομή, μια ιστορία χωρίς αρχή, μέση και τέλος, που κατέφευγε σε επαναλαμβανόμενες βωμολοχίες, ενοχλητικές και άσκοπες φωνές – κραυγές και αποτυχημένους εντυπωσιασμούς.
Απάτη και κοροϊδία λοιπόν, στα μούτρα του θεατή που πίστεψε ότι θα παρακολουθήσει «ελεύθερη διασκευή» των Σφηκών του Αριστοφάνη. Καμία σχέση με Αριστοφάνη, καμία σχέση με θέατρο γενικότερα και καμία θέση στην Επίδαυρο. Ταπεινή μου γνώμη.
Το χειρότερο για εμένα βέβαια, δεν ήταν η κακή παράσταση. Ούτε η πρώτη είναι που είδα ούτε και η τελευταία που θα δω. Δεν με απασχολεί καθόλου αν χαρακτηρίστηκε κιτς η αισθητική ή ακατάλληλο σκηνικό η μπασκέτα και οι άσπρες πλαστικές καρέκλες. Όλα αυτά είναι θέματα γούστου.
Ψάχνοντας την ουσία, είναι όντως πολύ επικίνδυνη και κακή η δικομανία που έχει αναπτυχθεί στη σύγχρονη εποχή, μέσω social media, από την ασφάλεια του καναπέ και του απρόσωπου πληκτρολογίου. Ωστόσο, μάλλον περάσαμε στο άλλο άκρο, εκείνο του φασισμού που απαγορεύει έμμεσα την κριτική, προσβάλει και τραμπουκίζει όποιον δεν «αντιλαμβάνεται» το καλλιτεχνικό όραμα της δημιουργού, κατηγοριοποιώντας τον αυτόματα στους fans της Τατιάνας, του Κοκλώνη και των πρωϊνάδικων.
Οι σφήκες της Κιτσοπούλου, σε αντίθεση με εκείνους του Αριστοφάνη, είναι μια μέτρια – κακή παράσταση που φέρει μέσα της όλες τις παθογένειες που δήθεν στηλιτεύει.
Αν κάπου βλέπω κάτι θετικό είναι ότι τουλάχιστον, μεγάλο μέρος του κοινού μπούχτισε από τον δήθεν Αριστοφάνη, τον δήθεν Σοφοκλή και Αισχύλο και αντέδρασε. Υπό αυτή την έννοια έχουμε πρόοδο φίλες και φίλοι, κι ελπίδα για αληθινό θέατρο που θα γίνεται για τους θεατές και όχι για ν’ αναδειχθεί ο ναρκισσισμός του κάθε σκηνοθέτη, καλυμμένος με το μανδύα του “προοδευτικού” του “μεταμοντέρνου” και του “ανατρεπτικού”.
Κλείνοντας, να κάνω μια τελευταία παρατήρηση: Η χρήση μικροφώνων στις παραστάσεις στην Επίδαυρο είναι αχρείαστη, αλλοιώνει την άρθρωση των ηθοποιών, δυσκολεύοντας τους θεατές να ξεχωρίσουν τα σύμφωνα από τα φωνήεντα, ειδικά όταν ο ηθοποιός μιλάει γρήγορα και φωνάζει. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, στη συγκεκριμένη παράσταση, αναγκάστηκα να κοιτάξω τους αγγλικούς υπέρτιτλους για να καταλάβω τι έλεγε ο πρωταγωνιστής που υποδυόταν τον πατέρα.
Όλες οι φωτογραφίες είναι από προσωπικό αρχείο