Γράφει η Δήμητρα Δήμου.
Η ανθυγιεινή διατροφή αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, επηρεάζοντας την υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως. Παρά τις συνεχείς εκστρατείες ευαισθητοποίησης και τις κατευθυντήριες γραμμές για ισορροπημένη διατροφή, οι ανθυγιεινές διατροφικές επιλογές παραμένουν κυρίαρχες στην καθημερινότητά μας. Από τα σούπερ μάρκετ και τα εστιατόρια έως τα σχολεία και τα σπίτια μας, το πρόχειρο και ανθυγιεινό φαγητό φαίνεται αδύνατο να αποφευχθεί.
Μια πρόσφατη έκθεση από ειδικούς στη διατροφή και την πολιτική τροφίμων αποκαλύπτει τον βαθμό στον οποίο τα ανθυγιεινά τρόφιμα κυριαρχούν στις αγορές μας, πώς οι μεγάλες εταιρείες τροφίμων χρησιμοποιούν επιθετικές στρατηγικές μάρκετινγκ για να τα προωθήσουν και γιατί οι υγιεινές επιλογές είναι συχνά λιγότερο προσιτές. Η έρευνα αναδεικνύει την ανάγκη για ριζικές μεταρρυθμίσεις στη διατροφική πολιτική.
Ευκολία πρόσβασης

Η ευκολία πρόσβασης στα ανθυγιεινά τρόφιμα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παράγοντες που συμβάλλουν στις κακές διατροφικές συνήθειες. Σύμφωνα με την έρευνα, δύο στα τρία συσκευασμένα προϊόντα που διατίθενται στα παντοπωλεία είναι πλούσια σε αλάτι, ζάχαρη ή κορεσμένα λιπαρά, ενώ μόλις το 12% μπορεί να θεωρηθεί διατροφικά ισορροπημένο.
Ακόμη πιο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία που αφορούν την εγγύτητα των ανθυγιεινών επιλογών στα παιδιά. Σε πολλές πόλεις, κατά μέσο όρο, ένα παιδί έχει πρόσβαση σε πολυάριθμα σημεία πώλησης ανθυγιεινών τροφίμων μέσα σε μία ακτίνα ενός χιλιομέτρου από το σχολείο του. Αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές περιβάλλονται καθημερινά από επιλογές που προάγουν μια ανθυγιεινή διατροφή, δημιουργώντας ένα περιβάλλον που δυσκολεύει την πρόσβαση σε υγιεινές εναλλακτικές.
Επιθετική διαφήμιση και προώθηση
Οι πρακτικές προώθησης των ανθυγιεινών τροφίμων συμβάλλουν επίσης στο πρόβλημα. Η έρευνα έδειξε ότι το 50% των παντοπωλείων χρησιμοποιούν «power walls», δηλαδή ράφια με γλυκά, σνακ και ζαχαρούχα ποτά, τα οποία τοποθετούνται στρατηγικά κοντά στα ταμεία για να προσελκύσουν τους καταναλωτές. Μόλις το 20% των καταστημάτων διαθέτουν ταμείο χωρίς ανθυγιεινά προϊόντα, γεγονός που αποδεικνύει πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η τακτική.

Τα ανθυγιεινά τρόφιμα δεν είναι απλώς διαθέσιμα, αλλά και διαφημίζονται επιθετικά, ιδιαίτερα προς τα παιδιά. Σύμφωνα με μελέτη, παιδιά ηλικίας 6-11 ετών εκτίθενται σε περισσότερες από 4.000 διαφημίσεις ανθυγιεινών τροφίμων ετησίως, ενώ οι έφηβοι βλέπουν ακόμη περισσότερες. Το 90% αυτών των διαφημίσεων αφορά τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, αλάτι ή κορεσμένα λιπαρά.
Οι ψυχολογικές επιπτώσεις αυτής της διαφήμισης είναι βαθιές. Τα παιδιά, των οποίων ο εγκέφαλος βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε επαναλαμβανόμενα διαφημιστικά μηνύματα. Οι διαφημίσεις χρησιμοποιούν τεχνικές όπως φωτεινά χρώματα, διασκεδαστικούς χαρακτήρες και συναισθηματικά φορτισμένες ιστορίες που δημιουργούν θετικούς συνειρμούς με τα προϊόντα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη επιθυμία για ανθυγιεινές τροφές, δημιουργώντας διατροφικές συνήθειες που διατηρούνται και στην ενήλικη ζωή.

Ένα άλλο ανησυχητικό φαινόμενο είναι η ανάπτυξη συναισθηματικής σχέσης με τα τρόφιμα. Οι διαφημίσεις συχνά συνδέουν την κατανάλωση ανθυγιεινών τροφίμων με την ευτυχία, την κοινωνική αποδοχή και την ανταμοιβή. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερκατανάλωση ως μηχανισμό αντιμετώπισης αρνητικών συναισθημάτων, συμβάλλοντας στην αύξηση της παχυσαρκίας και των συναφών προβλημάτων υγείας.
Η ανάγκη για παρεμβάσεις

Η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου απαιτεί τη λήψη μέτρων και παρεμβάσεων, όπως προειδοποιητικές ετικέτες σε τρόφιμα υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη, αλάτι ή κορεσμένα λιπαρά, περιορισμούς στη διαφήμιση ανθυγιεινών τροφίμων προς τα παιδιά και φορολόγηση των ζαχαρούχων ποτών. Η δημιουργία ενός υγιεινού διατροφικού περιβάλλοντος πρέπει να είναι προτεραιότητα για όλους – κυβερνήσεις, βιομηχανία τροφίμων και πολιτών.
Φωτό: unsplash.com