Γράφει η Δήμητρα Δήμου.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1923, η Ελλάδα πραγματοποίησε μια σημαντική αλλαγή, υιοθετώντας το Γρηγοριανό Ημερολόγιο και εγκαταλείποντας το Ιουλιανό. Αυτή η μετάβαση είχε ως αποτέλεσμα την παράλειψη των ημερομηνιών από 17 έως 28 Φεβρουαρίου 1923, δημιουργώντας ένα μοναδικό κενό στα ελληνικά ληξιαρχεία, καθώς κανείς δεν γεννήθηκε επίσημα σε αυτές τις ημερομηνίες.
Το Ιουλιανό Ημερολόγιο, που εισήχθη από τον Ιούλιο Καίσαρα το 45 π.Χ., παρουσίαζε μια μικρή απόκλιση λόγω μαθηματικών ανακριβειών, προσθέτοντας μία επιπλέον ημέρα κάθε 128 χρόνια. Αυτό οδήγησε σε ασυγχρονισμό με τον ηλιακό χρόνο. Για να διορθωθεί αυτή η απόκλιση, ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ εισήγαγε το Γρηγοριανό Ημερολόγιο το 1582, παραλείποντας 10 ημέρες εκείνου του έτους. Οι καθολικές χώρες το υιοθέτησαν άμεσα, ενώ οι ορθόδοξες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, συνέχισαν με το Ιουλιανό.

Μέχρι τον 20ό αιώνα, η απόκλιση είχε φτάσει τις 13 ημέρες, προκαλώντας προβλήματα στη διεθνή επικοινωνία και το εμπόριο. Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την υιοθέτηση του Γρηγοριανού Ημερολογίου. Με διάταγμα στις 18 Ιανουαρίου 1923, ορίστηκε ότι η 16η Φεβρουαρίου θα ακολουθηθεί από την 1η Μαρτίου, παραλείποντας τις ενδιάμεσες 13 ημέρες. Αυτή η αλλαγή απλοποίησε τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας, ευθυγραμμίζοντάς την με τον υπόλοιπο κόσμο.
Ωστόσο, η μετάβαση δεν ήταν χωρίς αντιδράσεις. Ο κλήρος και μέρος του πληθυσμού θεώρησαν την αλλαγή αντίθετη στην παράδοση. Η Εκκλησία της Ελλάδος συνέχισε να χρησιμοποιεί το Ιουλιανό Ημερολόγιο για τις θρησκευτικές εορτές, οδηγώντας στο “παλαιοημερολογίτικο” σχίσμα. Σήμερα, το Γρηγοριανό Ημερολόγιο είναι ευρέως διαδεδομένο, αν και ορισμένες Ορθόδοξες Εκκλησίες παραμένουν πιστές στο Ιουλιανό.

Φωτό: Polignosi, Πολιτεία, Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ