Γράφει η Δήμητρα Δήμου.
Τα αντιψυχωσικά (ΑΨ) επιφέρουν αύξηση του σωματικού βάρους, του μεταβολικού συνδρόμου, του διαβήτη και των καρδιαγγειακών παθήσεων. Οι κατευθυντήριες οδηγίες συστήνουν την καρδιομεταβολική παρακολούθηση κατά την αρχική αξιολόγηση, κάθε 3 μήνες κατά την πρώτη χρονιά θεραπείας και έπειτα ετησίως για όσους λαμβάνουν ΑΨ. Επιπλέον, οι μετρήσεις των νηστειακών τριγλυκεριδίων και της συνολικής χοληστερόλης πρέπει να επαναλαμβάνονται κάθε τρεις μήνες κατά την πρώτη χρονιά θεραπείας. Μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση του λιπιδικού προφίλ εκτελείται ετησίως ως μέρος της τακτικής παρακολούθησης της υγείας για άτομα που λαμβάνουν οποιοδήποτε ΑΨ.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα καρδιολογικά ζητήματα, πάνω από το 10% των συμμετεχόντων σε μελέτη που λάμβαναν ΑΨ εμφάνισαν διαταραχές του καρδιακού ρυθμού. Οι ερευνητές προτείνουν συνεχή παρακολούθηση για τη διαχείριση των καρδιακών κινδύνων. Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό “Heart Rhythm,” η χρήση των ΑΨ κουετιαπίνη και αλοπεριδόλη συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο κοιλιακών αρρυθμιών και διπλάσιο κίνδυνο αιφνίδιου καρδιακού θανάτου.
Η ανησυχία για τους κινδύνους καρδιακών παθήσεων σε σχέση με τα ΑΨ υφίσταται τα τελευταία 30 χρόνια. Παρόλο που ορισμένα φάρμακα έχουν αποσυρθεί ή περιοριστεί λόγω υψηλού κινδύνου θανατηφόρων κοιλιακών αρρυθμιών, υπάρχουν και φάρμακα που παραμένουν στην αγορά λόγω της σημαντικής κλινικής ανάγκης που εξυπηρετούν και της έλλειψης ασφαλέστερων εναλλακτικών λύσεων.
Η συγκεκριμένη έρευνα περιλαμβάνει αναδρομική ανάλυση των ηλεκτρονικών ιατρικών αρχείων μιας μεγάλης ομάδας ασθενών στην Ταϊβάν που λάμβαναν θεραπεία με κουετιαπίνη ή αλοπεριδόλη. Συμπερασματικά, πάνω από το 10% αυτών των ατόμων εμφάνισαν σοβαρή παράταση του διαστήματος QT, καθώς και αυξημένο κίνδυνο κοιλιακών αρρυθμιών και αιφνίδιου καρδιακού θανάτου. Σύμφωνα με τον καθηγητή Τζέιμι Βάντενμπεργκ από το “Victor Chang Cardiac Research Institute” στην Αυστραλία, θα ήταν σοφό να διενεργείται ηλεκτροκαρδιογράφημα πριν και μετά την έναρξη της χορήγησης αντιψυχωσικού φαρμάκου.
Σε περίπτωση προβλημάτων, είναι εφικτό να εξεταστεί η αντικατάσταση του φαρμάκου με κάποιο άλλο που δεν παρουσιάζει τέτοιους κινδύνους. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό, η προσοχή πρέπει να επικεντρώνεται στη μείωση άλλων παραγόντων κινδύνου.
Φωτό: Towfigu, Kateryna, Danilo, Christian (unsplash.com)