“Ο Θερισμός” του Βαν Γκογκ και μια κουραστική μέρα στο γραφείο…

Γράφει η Εύα Καλαβρή.

Στο γραφείο μου έχω ένα αντίγραφο του πίνακα The Harvest” του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Ομολογώ (και ντρέπομαι λιγάκι), ότι για κάποια χρόνια δεν γνώριζα τον καλλιτέχνη που το ζωγράφισε και δεν είχα νιώσει την περιέργεια να το ψάξω.

Ίσως γιατί δεν ήθελα να το «αγγίξω» με ανάλυση και μου αρκούσε η αίσθηση που μου μετέδιδε: απλότητα, φύση και μια γήινη καλοκαιρινή ακινησία. Ίσως γιατί, μέσα στην καθημερινότητα και τον έντονο ρυθμό της δουλειάς, έβλεπα μεν την εικόνα αλλά δεν «άκουγα» την ιστορία της. Για κάποιο λόγο το θεωρούσα δεδομένο, σαν να υπήρχε ανέκαθεν εκεί, χωρίς παρελθόν, χωρίς δημιουργό.

Μια μέρα, πριν λίγο καιρό, σχολιάζαμε με τους συναδέλφους στο γραφείο τις εκκρεμότητες και τη χαρτούρα πάνω στους πάγκους, όπου ήταν και ο πίνακας. Εντελώς αυθόρμητα κι ενώ τους διηγήθηκα ποιος και πότε μου τον δώρισε, αναρωτήθηκα για ποιο λόγο δεν ξέρω το όνομα του καλλιτέχνη και το story πίσω από το έργο… Η χρονική συγκυρία ήταν ιδανική, καθώς μετά από λίγες μέρες θα επισκεπτόμουν το Άμστερνταμ και φυσικά το Μουσείο Βαν Γκογκ!

Το “Harvest” λοιπόν δεν είναι και από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του Βαν Γκογκ, εννοώντας ότι δεν είναι αυτό που βλέπεις και λες «μα ναι, χαρακτηριστικό Βαν Γκογκ», όπως η έναστρη νύχτα, τα ηλιοτρόπια ή οι αυτοπροσωπογραφίες του. Είναι όμως το πιο δημοφιλές και κορυφαίο τοπίο του. Φιλοτεχνήθηκε το 1888, απεικονίζει τα χρυσαφένια χωράφια της Προβηγκίας και αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο τη γεμάτη πάθος και ένταση σχέση του καλλιτέχνη με τη φύση και τη ζωγραφική.

Είναι σχεδόν απίστευτο, αλλά ο Βαν Γκογκ ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πίνακα μέσα σε μία μόνο ημέρα. Η ένταση της εργασίας του ήταν εξαντλητική. Όπως έγραψε στον αδελφό του Τεό, ένιωθε το μυαλό του “εξουθενωμένο, σαν ηθοποιός που ερμηνεύει έναν πολύ δύσκολο ρόλο, για τον οποίο πρέπει να σκέφτεται χιλιάδες πράγματα ταυτόχρονα.” Για να χαλαρώσει μετά από μια τέτοια απαιτητική μέρα, έβρισκε παρηγοριά σε ένα δυνατό ποτό και στο κάπνισμα της αγαπημένης του πίπας.

Με την ολοκλήρωση του “The Harvest”, ο Βαν Γκογκ ένιωσε περήφανος και πίστευε ότι, από τα πρόσφατα έργα του, ήταν αναμφισβήτητα το καλύτερο. Ωστόσο, παρόλες τις ελπίδες του, το έργο έμεινε απούλητο.

Παρά την (περιστασιακή) περηφάνια του, ο Βαν Γκογκ αισθανόταν μεγάλη ανησυχία μήπως το κοινό τον επικρίνει για την ταχύτητα με την οποία δημιουργούσε. Έγραψε στον αδερφό του: «Όταν σου πουν ότι τα έργα μου έγιναν πολύ γρήγορα, μπορείς να απαντήσεις ότι τα κοίταξαν πολύ γρήγορα», εννοώντας βιαστικά.

Ο αδελφός του λάτρεψε τον πίνακα και τον κρέμασε πάνω από το πιάνο στο διαμέρισμά του στο Παρίσι. Μετά τον θάνατό του, ο πίνακας πέρασε στην οικογένειά του και αργότερα εκτέθηκε σε περισσότερες από 100 εκθέσεις σε όλο τον κόσμο. Από το 1973 βρίσκεται μόνιμα στο Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ, όπου αποτελεί ένα από τα πιο αγαπημένα έργα του κοινού.

Το “The Harvest” δεν είναι απλώς ένας όμορφος πίνακας με ένα τοπίο. Είναι μια μαρτυρία της αφοσίωσης του Βαν Γκογκ στη ζωγραφική, της έντονης σχέσης του με τη φύση και της διαρκούς αναζήτησής του για αναγνώριση. Παρά το γεγονός ότι έμεινε απογοητευμένος από την αδυναμία του να πουλήσει τα έργα του, αυτό το τοπίο, συνεχίζει να εμπνέει και να συγκινεί τους λάτρεις της τέχνης σε όλο τον κόσμο.

Πλέον στο γραφείο, όταν κοιτάζω το αντίγραφο, σκέφτομαι ότι αγναντεύω το τοπίο από το ύψωμα που στάθηκε ο Βαν Γκογκ για να το ζωγραφίσει, μια ζεστή, φωτεινή καλοκαιρινή μέρα.

Οι φωτογραφίες είναι δικές μου, από το μουσείο και από το γραφείο.

You May Also Like