Ποτέ δεν είναι αργά…

Ο Δημήτρης κατέβηκε τα λιγοστά σκαλάκια που οδηγούσαν στην ερημική παραλία. Στάθηκε εκεί στην άμμο για αρκετή ώρα. Έμεινε να χαζεύει την μεγαλόπρεπη θέα. «Κυρά μου, μου έλειψες» ψέλλισε. Ένας παφλασμός της θάλασσας  έφερε μπρός τα πόδια του ένα κύμα. Σαν να τον φώναζε ήταν, όπως παλιά. Την λάτρεψε ο Δημήτρης την θάλασσα. Την λάτρεψε και μετά την μίσησε, γιατί του στέρησε ότι είχε αγαπήσει περισσότερο στην ζωή του.

Το κρύο ήταν τσουχτερό και τα κύματα έβρεχαν τα πόδια του, όμως δεν τον ένοιαζε. Έκανε ένα βήμα να μπει λίγο πιο μέσα μα δείλιασε. «Μπα, δεν μπορώ, γέρασα πια. Αντίο Κυρά μου» σκέφτηκε, μα εκείνη την στιγμή ένα ακόμα κύμα έσκασε επάνω στα πόδια του, πιο δυνατό αυτή την φορά. Σαν απάντηση το πήρε εκείνος, «Μπορείς, δεν γέρασες!! Έλα μέσα». Χαμογέλασε και γύρισε να φύγει. Στην ηλικία του δεν του έκανε καθόλου καλό να μένει με βρεγμένα ρούχα και παπούτσια. Είχε πια περάσει τα εβδομήντα.

0001

Στην διαδρομή για το σπίτι του, σκεφτόταν εκείνα τα γεγονότα που τον στιγμάτισαν. Ήταν γιος ψαρά και του άρεσε πολύ το επάγγελμα του πατέρα του. Έτσι από μικρός πήγαινε κοντά του και ψάρευε μαζί του. Τα χρόνια πέρασαν και το αγόρι μεγάλωσε και αγάπησε ένα κορίτσι. Την Ευγενία. Πλουσιοκόριτσο εκείνη, φτωχόπαιδο αυτός.  Είδε τον εαυτό παλικάρι πια με την ψυχή στο στόμα κρεμασμένη να περιμένει την απάντηση του πατέρα της… «Είσαι απλός ένας ψαράς», του είπε εκείνος όταν πήγε να την ζητήσει. Μάταια τα δύο ερωτευμένα παιδιά, έκλαψαν και παρακάλεσαν τους γονείς της κοπέλας. Εκείνοι είχαν άλλη άποψη για το μέλλον της κόρης τους. Έτσι η Ευγενία παντρεύτηκε έναν μεγαλοκτηματία.

περισσότερα >

Η αγάπη γέφυρα

Εκείνος…

Κοίταξε την γυναίκα που περπατούσε δίπλα του. Μα ποια ήταν; Δεν μπορούσε πια να θυμηθεί. Είχε αλλάξει τόσο πολύ που πλέον του ήταν άγνωστη.  Πόσο του είχε λείψει εκείνο το κορίτσι που κούρνιαζε στην αγκαλιά του. Εκείνο το κορίτσι που τον έκανε να νιώθει τόσο δυνατός.

Ήθελε τόσο πολύ να της μιλήσει για αυτό μα ήταν σαν να την άκουγε.. «Σοβαρά τώρα τι λες; Εγώ έχω αλλάξει που έχω αφιερωθεί τόσα χρόνια σε εσένα; Αλήθεια τώρα; Δεν έχω αλλάξει..»  Όμως αυτό ήθελε να της πει. Ότι δεν φταίει εκείνη, ποτέ δεν έφταιγε, εκείνος κάπου χάθηκε στον δρόμο και δεν ήξερε πώς να την φτάσει. Χάθηκε προσπαθώντας για την καθημερινότητα τους. Χάθηκε στα μικρά ή μεγάλα καθημερινά. Στις συμβουλές των γέρων… «πρέπει να δείξεις ποιος είναι ο αρχηγός», «μη σου πάρει τον αέρα.. κάηκες».

Ήθελε να της πει πως δεν την φτάνει. Να του δείξει λίγο το δρόμο. Να του χαμογελάσει μήπως και φωτίσει ο δρόμος του και την προλάβει. Μα πώς να  τα πει όλα αυτά. Που δεν ήξερε τις σωστές λέξεις και εκείνη μιλούσε πάντα τόσο… τόσο σωστά και πολλές φορές τον διόρθωνε.  Εκείνη που έμοιαζε να καταφέρνει τα πάντα. Εκείνη που δεν τον χρειαζόταν πια.

00001

περισσότερα >