
Ο Παύλος φόρεσε την φούτερ ζακέτα του και βγήκε από το σπίτι, ήταν ώρα για το πρωινό του τρέξιμο. Του άρεσε πολύ αυτή η ώρα. Προσπέρασε το δίπορτο σπορ αυτοκίνητο του, που ήταν παρκαρισμένο ακριβώς έξω από το σπίτι και βγήκε στον δρόμο. Φόρεσε τα ακουστικά του και πίεσε το πλήκτρο αναπαραγωγής. Επέστρεψε μια ώρα αργότερα και μπαίνοντας στην είσοδο του σπιτιού του έλεγξε το γραμματοκιβώτιο του. Μέσα υπήρχε ένας φάκελος.
Μπήκε στο άδειο του σπίτι, άφησε τον φάκελο επάνω στο μικρό τραπεζάκι αντίκα και μπήκε στο μπάνιο. Μια ώρα μετά οδηγούσε το πολυτελές αυτοκίνητο του και κατευθυνόταν προς την επιχείρηση που ήταν μέτοχος.
Η Ελπίδα άνοιξε τα μάτια της και το πρώτο πράγμα που άκουσε ήταν το κλάμα του μωρού. Σκούντηξε με το χέρι της τον Κωστή που κοιμόταν βαθιά δίπλα της. «Σήκω Κωστή, το μωρό κλαίει είναι η σειρά σου», «Δεν πειράζει άστο να κλάψει, θα κουραστεί και θα κοιμηθεί». Η Ελπίδα σηκώθηκε και πήγε στην κούνια του μωρού. Το σήκωσε τρυφερά στην αγκαλιά της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού που κοιμόταν το μεγαλύτερο παιδάκι τους. Κούνησε λίγο ήρεμα το μωρό και άρχισε να του τραγουδάει σιγανά ένα νανούρισμα. Μάταιο όμως ή ίδια ήταν πιο πιθανό να κοιμηθεί εκεί καθιστή παρά το μωρό. Πήγε στην κουζίνα και με τα μάτια ακόμα κλειστά έφτιαξε καφέ και γάλα για το μωρό. Φεύγοντας ο Κώστας για την δουλειά βρήκε έναν φάκελο έξω από την πόρτα. Μπήκε και της τον έδωσε. «Αυτό είναι για εσένα» είπε και έφυγε.
Ο Στέφανος ξύπνησε από τον ήχο του τρομερού ξυπνητηριού του. «Σήκω τεμπέλη. Σήκω ρεμάλι. Σήκω ρεεεεεε», το δώρο του κολλητού του ήταν από τα πιο πετυχημένα που είχε λάβει ποτέ. Είχε ηχογραφήσει την φωνή του και τον ξυπνούσε κάθε πρωί. Κοίταξε την ώρα. Ήταν οκτώ και μισή. Έπρεπε να σηκωθεί και να ετοιμαστεί γρήγορα για την δουλειά του. Άνοιξε την ντουλάπα του και διάλεξε την στολή του. Σήμερα στο παιδικό πάρτι που τον είχαν καλέσει θα έπρεπε να ντυθεί κλόουν. Έτσι λοιπόν ντύθηκε και έβαψε το πρόσωπο του ανάλογα. Φεύγοντας από την παλιά πολυκατοικία που έμενε κοίταξε στην είσοδο εκεί που ο ταχυδρόμος άφηνε την αλληλογραφία των ενοίκων μήπως υπήρχε κάτι για εκείνον. Βρήκε μόνο έναν φάκελο.