H σημασία της ελευθερίας!

Γράφει η Ιωάννα Λαζάρου.

25η Μαρτίου.. μια μεγάλη μέρα για την πατρίδα μας.. Η Ελλάδα μας ξαναγεννήθηκε μέσα από τα αποκαΐδια της 400 χρόνων σκλαβιάς.. Οι Οθωμανοί.. οι σημερινοί Τούρκοι όριζαν τα πάντα πάνω στη γη που πατούμε.. Εμείς σκλαβωμένοι.. είτε αλλαξοπιστούσαμε.. ή φυλακίζαμε βαθιά ότι ελεύθερο υπήρχε μέσα μας..

Η επανάσταση είναι ένα ηρωικό γεγονός. Ο λαός που επαναστατεί δεν βρίσκει εύκολα υποστήριξη στον αγώνα του.. καθώς θέλει να αλλάξει το status quo των συναλλαγών και συνδιαλλαγών.. των μεγάλων.. Συνήθως γίνεται έρμαιο συμφερόντων και εύκολα πετιέται.. παραγκωνίζεται.. καταπνίγεται..

Και στην Ελλάδα μας.. η επανάσταση επιβίωσε με δυσκολία.. με κόπους.. θυσίες και ηρωικές πράξεις.. Επιβίωσε με την αυταπάρνηση κάποιων.. με τη συγχώρεση εξ ονόματος της ελευθερίας και με την προσφορά στο σκοπό της επανάστασης..

Σήμερα γιορτάζουμε.. μάλλον τιμούμε.. την ημέρα και καταθέτουμε στεφάνια στους ήρωες. Σήμερα θα σας γράψω δυο λόγια για τον γέρο του Μοριά.. τον Κολοκοτρώνη. Ο Αρχιστράτηγος της επανάστασης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπήρξε ο πρώτος ήρωας.. ο σπουδαιότερος όλων των αγωνιστών..

Μπορεί ν’ αφήσαμε 200 χρόνια πίσω από τα χρόνια του Κολοκοτρώνη.. μπορεί τίποτα να μην θυμίζει το τότε.. ωστόσο ο ίδιος εχθρός.. οι ίδιοι πόθοι των κατακτητών.. και κυρίως.. τα παρόμοια συμφέροντα που ξεκινούν έναν πόλεμο.. κάνουν τη μορφή του γέροντα του Μοριά.. πιο ζωντανή.. πιο αληθινή.. πιο σημαντική.. πιο αναγκαία..

Αντιλαμβάνομαι ότι στη «γρήγορη» εποχή που ζούμε.. τα μεγάλα κείμενα δύσκολα διαβάζονται.. Προσπάθησα να κρατήσω λίγες γραμμές αφιερωμένες στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.. Νομίζω ότι αν κάνετε τον κόπο και διαβάσετε.. δεν θα το μετανιώσετε..

Ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ» (γράφει ὁ Δημήτρης Φωτιάδης)

«Ὅταν ἀπότυχε ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1770, τὰ Ὀρλοφικὰ καθὼς ὀνομάστηκαν, οἱ Τοῦρκοι ἀνελέητα ἔσφαζαν τὸν ἄμαχο πληθυσμό. Ἀνάμεσά σε ὅσους ἔφευγαν γιὰ νὰ γλιτώσουν εἴταν καὶ ἡ μάνα τοῦ Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Ἂν καὶ ἑτοιμόγεννη ροβόλησε, μὲ τὸ ἄλλο πλῆθος, στὴ Μεσσηνία κι ἔπειτα πῆρε τὸ δρόμο ν᾿ ἀνέβει στὸ Ραμοβούνι.Τὴν ἐπίασαν οἱ πόνοι, ξάπλωσε κάτω ἀπὸ δέντρο κι ἔφερε στὸν κόσμο ἕνα ἀγόρι. Ὅταν πῆγαν τὰ συγχαρήκια στὸν παπού του, τὸν Γιάννη Κολοκοτρώνη, πὼς ἀπόχτησε ἀρσενικὸ ἐγγόνι, ἀντὶ νὰ χαρεῖ κούνησε θλιβερὰ τὸ κεφάλι του καὶ εἶπε:

– Αὐτὸ τὸ παιδί, ἂν λάχει καὶ γλιτώσουμε τώρα ἀπὸ τὸ Τούρκικο μαχαίρι, θὰ μεγαλώσει, θὰ παντρευτεῖ, θὰ κάνει παιδιὰ κι ἐγγόνια, μὰ ἕνα δὲ θὰ δοῦν οὔτε αὐτὸς οὔτε κι ἐκεῖνα, τὴ λευτεριά μας.

Ἡ ἄραχλη ὅμως προρηρή του δὲ βγῆκε σωστή. Ἔπειτα ἀπὸ πενήντα χρόνια τὸ παιδὶ ποὺ γεννήθηκε τὴν ὥρα τῆς φυγῆς, θὰ μπεῖ νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος στὴν Τροπολιτσά, στρατάρχης τοῦ Εἰκοσιένα. Καὶ ὕστερα, τὸ 1822, θὰ σταθεῖ ὁ ὀργανωτὴς τῆς πιὸ ἀποφασιστικῆς νίκης τῆς Ἐπανάστασης στὰ Δερβενάκια.

Τρεῖς ὑπῆρξαν οἱ ἐξέχουσες στρατιωτικὲς στὴν ξηρὰ φυσιογνωμίες τοῦ μεγάλου ἐθνεγερτικοῦ ἀγώνα: Ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Ἀνδροῦτσος. Οἱ δύο τελευταῖοι βρῆκαν τραγικὸ θάνατο. Μὰ κι ὁ Κολοκοτρώνης παραλίγο γλίτωσε τὴ λαιμητόμο. Σώθηκε ἀπὸ τὴν ἔξοχη στάση δύο δικαστῶν, ποὺ θὰ παραμείνουν αἰώνιο καύχημα τῆς Δικαιοσύνης τοῦ τόπου μας: Τοῦ Πολυζωίδη καὶ τοῦ Τερτσέτη.

Οἱ νέοι καταχτητές, οἱ Βαυαροί, γύρευαν νὰ χτυπήσουν στὸ πρόσωπό του κάθε ἐθνικὴ παρόρμηση τοῦ λαοῦ μας. Ὁ Ν. Δραγούμης στὶς «Ἱστορικὲς ἀναμνήσεις» του γράφει, πὼς τὸν παρουσίαζαν ὡς ὁ «Βεελζεβοὺλ καὶ ἄλλον Κύκλωπα μονόφθαλμον».

Τὰ Ἀπομνημονεύματα ποὺ ὁ Κολοκοτρώνης ὑπαγόρευσε στὸν Γ. Τερτσέτη, ξεχωρίζουν κειμήλιο λόγου, πατριωτισμοῦ, παρατηρητικότητας, ἁπλότητας, ζωντάνιας καὶ ἁγνῆς λαϊκῆς θυμοσοφίας. … Ὅσοι γιὰ πρώτη φορὰ θὰ διαβάσουν τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Κολοκοτρώνη εἶμαι βέβαιος πὼς θ᾿ ἀναγαλλιάσει ἡ σκέψη τους, καθὼς καλύτερα θὰ νοιώσουν τὶς ρίζες τῆς παράδοσής τους».

Ο Λόγος του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα

Παρακαταθήκη του Γέρου του Μοριά προς τη νέα γενιά. Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.

“Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ’ απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!

Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.

Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!”

Και δυο διανοήσεις..

Ὁ Κολοκοτρώνης σχολίασε τὴ δολοφωνία τοῦ Καποδίστρια μὲ τὸν ἀκόλουθο μύθο: Κάποτε, λέει, τὰ γαϊδούρια πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ σκοτώσουν τὸ σαμαρᾶ, γιὰ ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπ᾿ τὰ σαμάρια κι ἀπ᾿ τὸ φορτίο, ποὺ τοὺς ἔβαζαν οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἀμέσως ὅμως κατόπιν πῆραν τὴν πρωτοβουλία τὰ καλφάδια (οἱ μαθητευόμενοι) τοῦ σαμαρᾶ, μὰ δὲν ἤξεραν νὰ κάμουν καλὴ τὴ δουλειά, γιατὶ ἔχασαν τὸ μαστορά τους. Ἔτσι τὰ κακοφτιαγμένα σαμάρια ἄρχισαν νὰ χτυπᾶνε καὶ νὰ πλυγώνουν τὰ δυστυχισμένα γαϊδούρια, ποὺ δὲν ἄργησαν νὰ καταλάβουν ὅτι μὲ τὴν ἀνόητη πράξη τοὺς ἔπεσαν ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο…

Ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ ὁ Κολοκοτρώνης ἀνακατεύτηκε στὴν πολιτική, ἔχασε τὰ νερά του. Πολὺ γρήγορα ὅμως κατάλαβε τὸ σφάλμα του καὶ ξαναγύρισε στ᾿ ἅρματα.

Διηγόταν μάλιστα καὶ τὸ ἀκόλουθο μύθο, γιὰ νὰ δείξῃ πὼς τὴν ἔπαθε, ὅταν πῆγε νὰ γίνῃ πολιτικός: Ἕνας λύκος ἅρπαξε ἕνα ἀρνὶ ἀπὸ τὸ μαντρὶ καὶ πῆγε παραπέρα νὰ τὸ φάει. -Κὺρ λύκο, θὰ μὲ φᾶς, τὸ ξέρω, εἶπε τὸ ἀρνί. Γι᾿ αὐτὸ ὅμως τὸ καλό, κάνε μου καὶ μένα αὐτὴ τὴ χάρη: τραγούδα μου λιγάκι, γιατὶ ἔχεις πολὺ γλυκιὰ φωνὴ καὶ μένα μου ἀρέσουν τὰ τραγούδια. Ἄφησε τὸ ἀρνὶ ὁ λύκος κι ἄρχισε νὰ οὐρλιάζει. Τὸν ἄκουσαν τότε τὰ σκυλιὰ καὶ τὸν πῆραν στὸ κυνηγητό. Εἶδε κι ἔπαθε, ὥσπου νὰ γλυτώσει. Τότε στάθηκε ψηλὰ στὴ ράχη κι ἀγναντεύοντας τὸ μαντρὶ εἶπε: -Τί ἤθελα ἐγὼ νὰ κάμω τὸν τραγουδιστή; Καλὰ νὰ πάθω!

Φωτογραφίες

Katerina Katopis

@petrosgiannakouris

SAHETI School

Costas Voyatzis / yatzer (επεξεργασία στο canva.com)

The Benaki Museum

You May Also Like