Γράφει η Δήμητρα Δήμου.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι-δεν γνωρίζω σε ποια κατηγορία κατατάσσεστε αλλά η αφεντιά μου στην δεύτερη-που επηρεάζονται από την καφεΐνη και δεν μπορούν να κλείσουν μάτι, ενώ άλλοι κοιμούνται σαν πουλάκια… Ήρθε όμως ο καθηγητής Διατροφικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, Ahmed El-Sohemy, που εξηγεί στην Washington Post πως η καφεΐνη έχει εκτιμώμενο χρόνο ημιζωής από δύο έως οκτώ ώρες. Αυτό σημαίνει ότι, ανάλογα με τον μεταβολισμό μας, το σώμα μας χρειάζεται από μόλις 2 έως 8 ώρες για να απομακρύνει τη μισή καφεΐνη από το σύστημά μας.
Το αν μας αρέσει η γεύση του καφέ, το πόσο επηρεάζει ο καφές τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής ή υπέρτασης και το πώς ανταποκρινόμαστε γενικά στην καφεΐνη, το κρίνει εν πολλοίς το γονίδιο CYP1A2.
«Το γονίδιο αυτό φαίνεται να επηρεάζει έντονα την ευαισθησία του σώματός μας στην καφεΐνη. Ελέγχει ένα ένζυμο, που ονομάζεται επίσης CYP1A2, και είναι υπεύθυνο για τη διάσπαση της καφεΐνης και την απομάκρυνσή της από το σώμα.
Η παραλλαγή που έχουμε, μπορεί να αλλάξει το πόσο γρήγορα μεταβολίζουμε την καφεΐνη. Περίπου οι μισοί άνθρωποι έχουν δύο αντίγραφα της “γρήγορης” παραλλαγής του CYP1A2, γεγονός που τους επιτρέπει να μεταβολίζουν με ταχύ ρυθμό την καφεΐνη. Ένα άλλο 40% έχει μόνο ένα αντίγραφο, με αποτέλεσμα να μεταβολίζει πιο αργά την καφεΐνη, ενώ το υπόλοιπο 10% δεν έχει αντίγραφα και είναι “υπεραργό”» όπως αναφέρει σχετικά ο καθηγητής.
Ο ίδιος διευκρινίζει ότι «Η ταχύτητα του μεταβολισμού δεν είναι ο μόνος παράγοντας που επηρεάζει το πώς διαχειριζόμαστε την καφεΐνη».
Ένας άλλος παράγοντας που επίσης, άπτεται της γενετικής, είναι οι υποδοχείς αδενοσίνης που υπάρχουν στον εγκέφαλό μας και επηρεάζουν την ανάγκη που νιώθουμε για ύπνο. Αυτούς δεσμεύει η καφεΐνη για να κάνει τη δουλειά της.
Ο διευθυντής του προγράμματος νευροεπιστήμης στο Bowdoin College, Manuel Díaz-Ríos, λέει στην Washington Post ότι «Ο αριθμός αυτών των υποδοχέων καθορίζεται από τη γενετική, αλλά και από την ποσότητα καφεΐνης που καταναλώνει κανείς τακτικά. Για παράδειγμα, εάν πίνετε μεγάλες ποσότητες καφέ και αυτά τα κανάλια μπλοκάρονται συνεχώς, το σώμα το αντισταθμίζει, δημιουργώντας περισσότερους υποδοχείς αδενοσίνης. Ως εκ τούτου, αυξάνεται η ανοχή σας στην καφεΐνη.
»Υπάρχουν, ωστόσο, και μερικοί άνθρωποι που ξεκινούν με υψηλότερα επίπεδα ορισμένων νευροϋποδοχέων από άλλου. Εάν είστε ένα άτομο που γενετικά τυχαίνει να παράγει πολλούς από αυτούς τους υποδοχείς, τότε είναι πιθανό να είστε λιγότερο ευαίσθητοι στην καφεΐνη από άλλους».
Η γενετική μπορεί να επηρεάσει και τις προτιμήσεις μας στον καφέ. Μελέτη του 2021, διαπίστωσε ότι τα άτομα με γενετικές παραλλαγές που σχετίζονται με υψηλή ευαισθησία στην καφεΐνη, ήταν λιγότερο πιθανό να απολαύσουν την πικρή γεύση του σκούρου καφέ.
Είναι χρήσιμο να γνωρίζεις ότι ο τρόπος που αντιδρά ο οργανισμός μας στην καφεΐνη, μπορεί να αλλάξει αν καπνίζουμε (το κάπνισμα αυξάνει τη δραστηριότητα του CYP1A2) ή αν λαμβάνουμε φαρμακευτική αγωγή (π.χ. τα αντισυλληπτικά μειώνουν τη δραστηριότητα του CYP1A2).
Επιπροσθέτως, τα άτομα με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) μπορεί να αντιδράσουν διαφορετικά στην καφεΐνη. Συχνά έχουν υποδιεγερμένους εγκεφάλους που δεν λαμβάνουν αρκετή ντοπαμίνη. Δεδομένου ότι η καφεΐνη είναι ένα διεγερτικό που μπορεί να ενισχύσει την ντοπαμίνη στον εγκέφαλο, η λήψη της μπορεί να ωθήσει κάποιον με ΔΕΠΥ να βγει από αυτό το έλλειμμα και να πάει σε ένα καλύτερο επίπεδο λειτουργίας.
Φωτό: Nathan Dumlao, Clay Banks, Devin Avery, Gian Cescvon, Joshua Rodriguez (unsplash.com)