Επαγγέλματα που χάθηκαν

Τις προάλλες και ενώ είχα κατέβει μία βόλτα στην Αθήνα πέτυχα έναν κύριο που έπαιζε λατέρνα. Είχε και ένα στεφάνι με λουλούδια γύρω της όπως ακριβώς αυτές τις λατέρνες που βλέπεις στις παλιές καλές ελληνικές ταινίες.

Λίγο πιο εκεί πέτυχα ένα λούστρο. Ναι, καλά ακούσατε. Εξεπλάγην και είχα μείνει απλά να τον χαζεύω, ενώ στο μυαλό μου άρχισε να έρχεται και η μορφή του αμαξά που σεργιανούσε όλο το καλοκαίρι την πόλη της Χαλκίδας.

Και τότε το αποφάσισα… Γύρισα αργά το βράδυ σπίτι μου, έκατσα αναπαυτικά στο γραφείο μου και έβαλα λίγο ραδιόφωνο να παίζει χαμηλά μουσική. Ήμουν αποφασισμένη να αρχίσω μία έρευνα για τα επαγγέλματα που χάθηκαν αλλά και για αυτά που τείνουν να εξαφανιστούν με το πέρασμα των χρόνων.

Αγγειοπλάστης

Το επάγγελμα του αγγειοπλάστη το εξασκούσαν σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, όπου υπήρχε κατάλληλο χώμα και όπου είχε αναπτυχθεί η σπουδαία παράδοση στη δημιουργία αγγειοπλαστικών αντικειμένων. Έτσι κατασκεύαζαν όλα τα μεγέθη μολυβικών μαγειρικών σκευών και πιατικών, κούπες με χερούλι και χωρίς χερούλι, ακόμα κατασκεύαζαν κανάτια κρασιού, διάφορα μικροσκεύη όπως θυμιατήρια κ.α. Στα έργα τους ακόμα συγκαταλέγονται σταμνιά που μετέφεραν νερό, πιθάρια φιάφορων μεγεθών για λάδι, κρασί, ψωμί, κολυμβήθρες, καπνοδόχοι και πολλά άλλα.

03 Κουλουράς

Ένα επάγγελμα που υπήρχε παλιά και τείνει σήμερα να εξαφανιστεί είναι ο κουλουράς. Ο κουλουράς, λοιπόν, ήταν ο υπαίθριος μικροπωλητής ο οποίος πουλούσε κουλούρια. Κάθε πρωί ο κουλουρτζής σύχναζε σε μέρη όπου περνούσε πολύς κόσμος, συνήθως σε κεντρικά σημεία των πόλεων, έστηνε το τραπεζάκι του με τα τακτοποιημένα σουσαμένια κουλούρια του και τα πουλούσε. Χαρακτηριστική ήταν η προτροπή των κουλουρτζήδων («Φρέσκα κουλούρια»), για να αγοράσουν όλοι το προϊόν τους.

p474357Γαλατάς

Ο γαλατάς άρμεγε πρωί πρωί τις αγελάδες του, τις κατσίκες του ή τα πρόβατα του, γέμιζε στα γκούμια (βαθιά μπακιρένια σκεύη με στόμιο) το φρέσκο γάλα, τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι του και στη συνέχεια κατευθύνονταν στις γειτονιές. Όταν έφτανε στο προορισμό του, έδενε το γαϊδουράκι του σε κάποιο δέντρο και άρχιζε να μοιράζει το γάλα. Είχε μία μικρή κούπα όπου γεμάτη ζύγιζε μισή οκά και έτσι υπολόγιζε την ποσότητα που πουλούσε. Συνήθως είχε συγκεκριμένο δρομολόγιο με μόνιμους πελάτες. Αν περίσεευε γάλα, γύριζε στις γειτονιές και προσπαθούσε να πουλήσει και το υπόλοιπο.

f597a-galatas252b2525281252529Λούστρος

Ο λούστρος έβαφε τα παπούτσια των περαστικών. Συνήθως τριγύριζε στα διάφορα καφενεία, σε καταστήματα αλλά και σε διάφορα σημεία των δρόμων για να βρει πελάτες. Κουβαλούσε ένα ξύλινο κασελάκι με πλαϊνές θήκες που είχε τις μπογιές και τις βούρτσες του και ό,τι άλλο χρειαζόταν για το γυάλισμα των παπουτσιών. Το κασελάκι αυτό είχε μακρύ λουρί για τη μεταφορά του στον ώμο και ένα καρεκλάκι για να κάθεται από το ένα μέρος στο άλλο που πήγαινε. Πάνω στο κασελάκι ο πελάτης έβαζε το πόδι του και ο λούστρος έκανε τη δουλειά του με γρήγορες κινήσεις, καθάρισμα, βάψιμο, γυάλισμα. Πάντα όμως πριν ξεκινήσει τοποθετούσε δυο κομμάτια χαρτόνι ή σκληρό πλαστικό στα πλαϊνά του παπουτσιού, ώστε να μη λερώνει τις κάλτσες του πελάτη. Στις μέρες μας, ίσως κάπου στην Αθήνα θα συναντήσει κανείς κανέναν πλανόδιο λούστρο, ο οποίος αποτελεί κάτι το αξιοπερίεργο για τους τουρίστες.

o_teleytaios_loustros_sto_irakleioΛατερνατζής

Γύρω στα 1900 στους δρόμους της Αθήνας ο πλανόδιος οργανοπαίκτης, που γυρνούσε στις γειτονιές και άπλωνε μελωδικούς σκοπούς κάτω από τα σπίτια της παλιάς Αθήνας λεγόταν λατερνατζής. Η λατέρνα είναι ένα αυτόματο «φορητό» μουσικό όργανο που έχει πάρα πολλές ομοιότητες με το πιάνο. Μάλιστα το χαρακτηρίζουν και αυτόματο πιάνο. Χωρίζεται σε δύο μέρη: α) το πάνω μέρος που περιλαμβάνει τις χορδές (απ΄το πάνω «μπαλκόνι» μέχρι το κάτω) και το ηχείο και β) το κάτω μέρος (το κιβώτιο) που περιλαμβάνει τον κύλινδρο και τους μηχανισμούς του. Στη σύγχρονη εποχή  λατέρνα είναι αρκετά σπάνιο θέαμα.

3Πλανόδιος φωτογράφος

Ο υπαίθριος φωτογράφος χρησιμοποιούσε μίοα φωτογραφική μηχανή που στηρίζονταν σε έναν τρίποδα. Κάτω από το φακό, υπήρχε ένα κασελάκι με συρταράκια που περιείχαν όλα τα απαραίτητα υλικά εκτύπωσης μέσα σε μπουκαλάκια. Από την άλλη μεριά του πλαισίου υπήρχε ένα μαύρο ύφασμα όπου ο φωτογράφος έμπαινε από κάτω, το σκέπαζε δηλαδή, για να μπορέσει να τραβήξει τη φωτογραφία σωστά. Η εμφάνιση των φωτογραφιών γίνοταν επιτόπου με τη χρησιμοποίηση του αρνητικού υγρού που υπήρχε στον κουβά όπου κρεμιόταν κάτω στον τρίποδα. Κουνούσαν το χαρτί στο υγρό και σιγά-σιγά  άρχιζαν να εμφανίζονται πρώτα τα πιο σκούρα σημεία της φωτογραφίας και τέλος όλη η φωτογραφία. Μετά σκούπιζαν τη φωτογραφία με ένα πανί για να φύγουν τα υγρά. Αν η φωτογραφία παρουσίαζε κάποιο ελάττωμα, τη διόρθωνε ο φωτογράφος με τη χρήση ειδικών μελανιών.

fotografos-athhna-1964-fotografia-wolf-susichtzkyΓανωμάτης

Τα παλιά μακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, τηγάνια), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνεια τους με ειδικό μέταλλο (καλάι-κασσίτερος). Έτσι προστατεύονταν από τα δηλητηριώδη οξείδια του χαλκού. Η διαδικασία αυτή γινόταν από ειδικούς τεχνίτες, συνήθως γυρολόγους, τους γανώτηδες. Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν  τη δουλειά τους επί τόπου. Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με οινόπνευμα και το τρίβανε με κουρασάνι (τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά άπλωναν το λιωμένο καλάι σε όλη την επιφάνει του σκεύους με ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα.. Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.

1280px-herat_7470aΤσαγκάρης

Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρη, εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα παπούτσια., Παλιότερα όμως, ο τσαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή μετά από παραγγελίες. Η κατασκευή ήταν χειροποίητη, αφού τα πάντα ήταν ραφτά ή καρφωτά. Έπαιρναν τη στάμπα του πέλματος του πελάτη, έφτιαχναν πρώτα το πάνω μέρος και ύστερα έκοβαν τη σόλα. Χρησιμοποιούσαν λεπίδια, φαλτσέτες, σουφλιά, βελόνες, κερωμένους σπάγκους, σφυριά και κυρίως τα καλαπόδια (ειδικά καλούπια για παπούτσια). Για να κρατήσουν περισσότερο οι σόλες έβαζαν μικρά πεταλάκια και καρφιά.

tsagkarhsΠαγωτατζής

Οι παγωτατζήδες βράζανε το γάλα και προσθέτανε ζάχαρη, αυγά, κακάο ή βανίλια, ανάλογα με τη γεύση που θέλανε να φτιάξουν. Όταν έβραζε το μείγμα, το κατέβαζαν από τη φωτιά και το τοποθετούσαν σε ένα μεταλλικό κάδο, ο οποίος βρισκόταν μέσα σε ένα ξύλινο βαρέλι. Στο κενό που υπήρχε ανάμεσα στο ξύλινο βαρέλι και στον κάδο, έβαζαν πάγο και συνέχιζαν να ανακατεύουν το μείγμα μέχρι να πήξει. Φορτώνανε το βαρέλι στο καρότσι, με μία ειδική μεταλλική κουτάλα, περνάνε μαζί και τα χωνάκια τους και γύριζαν τις γειτονιές «γλυκαίνοντας» μικρούς και μεγάλους. Κατά τα διαστήματα έριχναν κομμάτια πάγου εξωτερικά για να μη λιώσει το παγωτό.

pagotatzhs-charisiadhs-thessalonikh-1946-smallΠαγοπώλης

Οι παγοπώλες είχαν ένα καρότσι (η τρίκυκλο) και πάνω σε αυτό μετέφεραν τον πάγο (που κατασκευάζονταν σε ειδικό εργοστάσιο) και περνούσαν από γειτονιά σε γειτονιά. Για να προστατέψουν τα χέρια τους από τη ψύξη, φορούσαν χοντρά γάντια. Χρησιμοποιούσαν ένα εργαλειό που βοηθούσε να σπάνε τον πάγο. Από τη μία μεριά ήταν κοπίδι και από την άλλη γάντζος. Χάραζε με το κοπίδι την παγοκολώνα και ύστερα με γάντζο χτυπούσε στο άνοιγμα και ο πάγος σκιζόνταν αμέσως. Οι νοικοκύρηδες έβαζαν τον πάγο στις «παγωνιέρες», ένα ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο.  Είχε δύο πόρτες, μία πάνω, μία κάτω. Στο πάνω μέρος τοποθετούσαν την κολώνα και δίπλα ήταν ένα ντεπόζιτο που κατέληγε εξωτερικά σε μία κάνουλα. Γέμιζαν το ντεπόζιτο με νερό και έτσι είχαν πάντα κρύο νερό. Στο κάτω μέρος υπήρχαν ράφια όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και τα ποτά. Κάτω-κάτω υπήρχε ένα συρταράκι όπου έτρεχαν τα νερά από τον πάγο που έλιωνε και οι νοικοκυρές το άδειαζαν όταν γέμιζε για να μην πλημμυρίσει.

25ce25b125ce25bb25ce25bc25cf258025ce25b125ce25bd25ce25b925cf2582Εφημεριδοπώλης

Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης ασκούσε το επάγγελμα του χωρίς να έχει συγκεκριμένο μαγαζί. Παραλάμβανε εφημερίδες από το Πρακτορείο Διανομής Τύπου και τις πουλούσε στους περαστικούς περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης του ή τις άφηνε στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του (συνήθως φωνάζοντας δυνατά τους τίτλους των ειδήσεων της πρώτης σελίδας). Ο εφημεριδοπώλης των αρχών του 20ου αιώνα διαλαλούσε την πραμάτεια του: το «Σκριπ», το «Άστυ», την «Ακρόπολη» και πολλές φορές ενημέρωνε για τα μεγάλα γεγονότα: «Εφημερίδες! Έκτακτο παράρτημα!» αποτελούσε μία από τις χαρακτηριστικές φιγούρες της γειτονιάς.

pigiloutraΑμαξάς

Ο αμαξάς χρησιμοποιούσε ένα αμάξι με τέσσερις τροχούς, όπου το έσερναν ένα ή δύο άλογα και πραγματοποιούσε μεταφορές ανθρώπων. Συνήθως σύχναζαν στους σταθμούς των τρένων, των λεωφορείων, στα λιμάνια και στις πλατείες. Εκεί περίμεναν τους πελάτες τους για να μεταφέρουν στον προορισμό τους μαζί με τα πράγματά τους. Ο αμαξάς ήταν ντυμένος κομψά και καθόταν στο «μπαλκόνι» της άμαξας. Δίπλα του υπήρχε και ένα κουδουνάκι που το χτυπούσε για να γίνεται αντιληπτός στους δρόμους. Όλοι οι αμαξάδες φρόντιζαν τις άμαξες τους και τις στόλιζαν για να είναι όμορφες. Επίσης είχαν φαναράκια στις τέσσερις γωνίες της άμαξας και το βράδυ τα άναβαν για να δημιουργήσουν όμορφη ατμόσφαιρα. Με την ίδια αγάπη φρόντιζαν και τα άλογα τους καθώς τα στόλιζαν και αυτά με διάφορες χάντρες και χαϊμαλιά.

khfisia-pascha

Νερουλάς

Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια (ούτε φυσικά υδραυλική εγκατάσταση για πόσιμο νερό), ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότησή τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμείβοταν περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ (η οποία με τη σειρά της αντικαταστάθηκε από την ΕΥΔΑΠ).

kastanas-1
Καστανάς

Ο καστανάς ήταν εποχιακό επάγγελμα. Ξεκινούσε τη δουλειά του στις αρχές του φθινοπώρου και δούλευε μέχρι τέλος του χειμώνα. Είναι από τα λίγα παραδοσιακά επαγγέλματα που δεν εξαφάνισε ο χρόνος και η «εξέλιξη». Μόλις έπιαναν τα πρωτοβρόχια ο καστανάς ετοίμαζε τη φουφού  (φορητό μαγκάλι), προμηθεύονταν τα κάστανα και έπιανε τη γωνία κάποιου πολυσύχναστου δρόμου. Μέχρι να πυρώσει η φωτιά, χαράκωνε με ένα μαχαίρι τα κάστανα και ύστερα τα ρίχνε στη φουφού να ψηθούν. Καθισμένος σε ένα χαμηλό σκαμνάκι ο καστανάς περίμενε, την πελατεία του σκαλίζοντας τη φωτιά. Μόλις άρχιζαν να σκάζουν τα κάστανα, έπιανε τη μασιά και τα γύριζε από την άλλη μεριά. Αφού ψηνόταν τα απομάκρυνε από τη φουφού. Έπιανε τότε την τσιμπίδα ο καστανάς και γέμιζε το χωνάκι που είχε φτιάξει από παλιές εφημερίδες.

Κορίνα Γιαννάκη

Share This Story

Lifestyle

You May Also Like