Γράφει η Εύα Καλαβρή.
Τις τελευταίες μέρες κυκλοφορεί μία έρευνα για την ψυχική υγεία κι ευεξία των εργαζομένων στην Ελλάδα, η οποία είχε γίνει και το 2021 με αποτελέσματα σαφώς επηρεασμένα από την πανδημία COVID, τα lockdowns και τις απαγορεύσεις. Η νέα, επαναληπτική έρευνα του 2023, έχει μεγάλο ενδιαφέρον και πρέπει να προβληματίσει έντονα τις ηγεσίες επιχειρήσεων και οργανισμών.
Στη σύνοψή της, διαβάζουμε τα παρακάτω ευρήματα / στατιστικά:
- Το στρες στην εργασία επηρεάζει την προσωπική ζωή των εργαζόμενων.
- Οι τρείς κύριες πηγές άγχους για τους εργαζόμενους είναι:
- Η εργασία τους
- Η διαχείριση των οικονομικών τους
- Η ανησυχία για το μέλλον
- Οι γυναίκες και οι νεότεροι εργαζόμενοι είναι πιο επιβαρυμένοι.
- Μόνο το 52% των εργαζόμενων δηλώνουν ότι μπορούν να διαχειριστούν τα επίπεδα του στρες που έχουν.
- Η συντριπτική πλειονότητα των εργαζόμενων δηλώνουν ότι είναι σημαντικό να τους δίνει η δουλειά τους τη δυνατότητα να εργάζονται από απόσταση.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι ενδείξεις κατάθλιψης, άγχους, θυμού και σωματοποίησης παρουσιάζονται ακόμη και αυξημένες έναντι του 2021!
Από το εισαγωγικό σημείωμα:
“Το 2021, την περίοδο που στην Ελλάδα ολοκληρωνόταν το δεύτερο καθολικό lockdown, και διαπιστώνοντας τη σημαντική επιβάρυνση της καθημερινότητάς μας που είχε προκαλέσει η πανδημία, η EY Ελλάδος, η Hellas EAP και το Εργαστήριο Πειραματικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών διεξήγαγαν από κοινού την πρώτη μεγάλη έρευνα για την ψυχική υγεία και ευεξία των εργαζόμενων στην Ελλάδα.
Τα ευρήματα της έρευνας αυτής ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά, καθώς κατέγραφαν σημαντικές ενδείξεις κατάθλιψης, άγχους, θυμού και μοναξιάς μεταξύ των εργαζόμενων στη χώρα μας. Η έρευνα εντόπισε, επίσης, έντονα φαινόμενα σωματοποίησης, δηλαδή της έκφρασης του άγχους μέσω του σώματος.
Η φετινή, δεύτερη, υλοποίηση της έρευνας, σε ένα σχεδόν τριπλάσιο δείγμα εργαζόμενων, καταδεικνύει ότι τα προβλήματα αυτά δεν έχουν υποχωρήσει, παρά την ύφεση της πανδημίας και τον τερματισμό των περιοριστικών μέτρων. Αντίθετα, πολλά από τα συμπτώματα φαίνεται να έχουν ενταθεί. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι οι γυναίκες και οι νεότεροι εργαζόμενοι εξακολουθούν να είναι πιο επιβαρυμένοι ως προς τις περισσότερες μεταβλητές.
Είναι απόλυτα σαφές ότι η ψυχική υγεία και η ευεξία (wellbeing) των εργαζόμενων πρέπει να αποτελούν κορυφαία προτεραιότητα των οργανισμών, τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου τομέα. Οφείλουμε να κάνουμε πολύ περισσότερα για να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον εργασίας που θα επιτρέπει στον εργαζόμενο να εξισορροπεί την προσωπική και την επαγγελματική του ζωή, και θα αμβλύνει αντί να εντείνει την πίεση και το στρες. Αυτό περιλαμβάνει μια κουλτούρα σεβασμού του χρόνου των εργαζόμενων, προγράμματα εκπαίδευσης, ψυχολογική στήριξη, πολιτικές υβριδικής εργασίας, όπου αυτό είναι εφικτό, και πάνω απ’ όλα, ενέργειες που θα συμβάλουν στη μείωση του στίγματος σε σχέση με την ψυχική υγεία. Δυστυχώς, σύμφωνα με τη φετινή έρευνα, οι περισσότεροι εργαζόμενοι δε φαίνεται να διαπιστώνουν ουσιαστική πρόοδο σε αυτόν τον τομέα…”
Η έρευνα επικεντρώνεται στους τομείς της ψυχικής υγείας, της μοναξιάς, της ευεξίας, της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εργασιακής ποιότητας ζωής. Έπειτα, αναφέρει δράσεις που επιθυμούν οι εργαζόμενοι να έχουν από τους οργανισμούς τους και ανάγκες σε σχέση με την ψυχική υγεία στον εργασιακό χώρο.
Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι δηλαδή προτείνουν τις λύσεις και τις δράσεις που θα τους βοηθούσαν να διαχειριστούν το στρες και να βελτιώσουν την απόδοσή τους και την ψυχική τους υγεία και ανθεκτικότητα. Τι μένει; Να ασχοληθούν ενεργά οι ηγεσίες των οργανισμών και τα τμήματα ανάπτυξης και διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού για ένα καλύτερο αύριο στον εργασιακό χώρο. Μπορεί να ακουστεί κλισέ, ωστόσο έχει μεγάλη δόση αλήθειας και κάνει και ομοιοκαταληξία: αν δεν ασχοληθείς με το wellness (=ευεξία) θα αναγκαστείς να ασχοληθείς με το illness (=ασθένεια).
Κλείνοντας, κρατάω μια πρόταση ακόμη από την έρευνα:
“Οι γυναίκες εμφανίζουν υψηλότερες τιμές άγχους, κατάθλιψης, σωματοποίησης, θυμού και μοναξιάς από τους άνδρες συμμετέχοντες, ενώ εμφανίζουν και χαμηλότερη τιμή ποιότητας προσωπικής και επαγγελματικής ζωής”.
Έχουμε δρόμο ακόμη μπροστά μας λοιπόν για να γίνει πράξη η κουλτούρα συμπερίληψης και ισότητας στην εργασία. Γιατί η συμπερίληψη, η διαφορετικότητα και οι ίσες ευκαιρίες στον εργασιακό τομέα, δεν αφορούν μόνο πολιτισμικά χαρακτηριστικά, γλώσσα, θρησκεία, καταγωγή, ειδικές ανάγκες και σεξουαλικό προσανατολισμό. Αφορούν και τον μονογονέα και την εργαζόμενη μητέρα με ένα, δύο, τρία ή περισσότερα παιδιά, που θέλει και μπορεί ν’ αναλαμβάνει κι άλλους ρόλους, να διεκδικεί και να εξελίσσεται στην καριέρα της.
Η έρευνα και οι πληροφορίες προέρχονται από: