Η πολύτιμη συμβουλή της γιαγιάς

Η Βάλη ανέβηκε τα πέτρινα σκαλοπάτια δυο- δυο. Δεξιά και αριστερά της, υπήρχαν πολύχρωμες γλάστρες με πετούνιες και πανσέδες σε κάθε σκαλί. Κάθε γλαστράκι βαμμένο και με άλλο χρώμα. «Αχ ρε γιαγιάκα μου, μεράκι που το έχεις», σκέφτηκε την ώρα που χτυπούσε την τζαμένια εξώπορτα του παλιού σπιτιού. Πίσω από το χοντρό γυαλί της πόρτας φάνηκε η αγαπημένη φιγούρα της γιαγιάς της. «Καλώς την κοκόνα μου» ακούστηκε να φωνάζει καθώς ξεκλείδωνε και μόλις άνοιξε, το ζεστό χαμόγελο της που απλωνόταν από τα χείλη έως και τα μάτια, την καλωσόρισε.

01

-Έλα κοπέλα μου, έλα κορίτσι μου, έλα μέσα. Θα μείνεις να πιούμε καφεδάκι; Μην μου πεις πως βιάζεσαι πάλι;

-Θα μείνω, γκρινιάρα μου μην ανησυχείς. Βάλε το μπρίκι στην φωτιά!

-Ωραία, στάσου να σε κεράσω και ένα γλυκό του κουταλιού, έχω φτιάξει βερίκοκο! Πήγαινε κάθισε στην αυλή που έχει δροσούλα και έρχομαι.

Η γιαγιά βγήκε στην αυλή κρατώντας τον δίσκο σερβιρίσματος. Σε ένα μικρό γυάλινο πιάτο το γλυκό και δίπλα ένα μεγάλο ποτήρι παγωμένο νερό.

-Αχ γιαγιά μου πάντα έχεις ένα γλυκό κέρασμα και έναν γλυκό λόγο για όλους.

-Έτσι είναι κορίτσι μου, τα πάντα χρειάζονται και λίγη γλύκα. Είναι πικρή η άτιμη η ζωή να την περάσεις δίχως ζάχαρη. Πω-πω θα φουσκώσει το χαρμάνι και θα χυθεί, δοκίμασε γλυκό, μη το λιβανίζεις και στο μαγαρίσει καμιά μύγα.

Έπειτα από λίγο οι δυο τους καθισμένες η μια απέναντι από την άλλη, έπιναν τον καφέ τους.

-Γιαγιά μου πολύ νόστιμο το γλυκό σου. Για πες τα νέα σου πως είσαι; Δεν πιστεύω να παρακουράζεσαι;

-Έλα τώρα που κουράζομαι! Σιγά το πράγμα, δεν έχω δα και καμιά έπαυλη. Δυο άνθρωποι μονάχοι μας εδώ, τι σαματά να κάνουμε. Αύριο, μεθαύριο που θα μου φέρνεις τα δισέγγονα, μου θα είναι αλλιώς. Κρατάω δυνάμεις για τότε. Μην ανησυχείς, μια χαρά είμαι εγώ; Εσύ τι κάνεις;

-Καλά είμαι, όπως τα ξέρεις.

-Τότε γιατί δεν γελάν τα μάτια σου; Κάτι τρέχει και δεν με ξεγελάς εμένα. Έγινε κάτι με τον Ηλία;

-Όχι γιαγιά μου, όλα καλά, είπε η το κορίτσι προσπαθώντας να μην την κοιτάζει στα μάτια.

-Τι έγινε κοκόνα μου; Φουρτούνες;

-Τι να σου πω βρω γιαγιά και εσένα τώρα. Να, είναι που κάποιες φορές δεν μπορώ να συνεννοηθώ μαζί του. Είναι σαν να μιλάμε άλλη γλώσσα.

-Χμ και φαντάζομαι την γλώσσα που θα βγάζεις, γλωσσού έ γλωσσού;

-Γιαγιά τα πράγματα έχουν αλλάξει πια, υποτίθεται πως θα παντρευτούμε, πώς να του μιλάω; Στον πληθυντικό;

-Δεν λέω αυτό και μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις.

-Εγώ καταλαβαίνω. Δεν ξέρω πως τα κατάφερες με τον παππού που ήταν και στρατιωτικός στα νιάτα του. Νομίζω τα δισέγγονα θα αργήσουν κάπως.

-Πως τα κατάφερα με τον παππού; Στάσου να σου πω.

-Τι να μου πεις βρε γιαγιά. Ενώ είναι ένα νέο παλικάρι, κάποιες φορές οι απόψεις του και οι ιδέες του είναι απαρχαιωμένες.

-Περίμενε, πάω στην κουζίνα να φέρω κάτι.

Η γιαγιά βγήκε από την κουζίνα κρατώντας μια μεγάλη χάρτινη σακούλα. Στο χέρι της είχε ένα μεγάλο καρφί και σε ένα μπολάκι μια μικρή ποσότητα από μια άσπρη σκόνη.

-Τι είναι όλα αυτά βρε γιαγιά;

-Μην βιάζεσαι και θα καταλάβεις. Πήγαινε στην κουζίνα και φέρε εκείνο το μεγάλο άσπρο μπολ που είναι πάνω στο τραπέζι. Γέμισε και μια κανάτα με νερό και φέρε την έξω μαζί με ένα κουτάλι.

-Ότι πεις, απάντησε η Βάλη παραξενεμένη.

-Ορίστε. Τι θα κάνεις;

-Θα φτιάξουμε γλυκό. Γλυκό βερίκοκο.

DSC_3361[1]

-Μωρέ γιαγιά δεν περνάνε τα νευρά μου και η απογοήτευση με το μαγείρεμα. Δεν καταλαβαίνεις; Έχω πρόβλημα.

-Αμάν αυτή η γλώσσα σου, μάθε να βλέπεις και να ακούς. Λοιπόν για να φτιάξουμε το γλυκό βερίκοκο θα πρέπει πρώτα να διαλέξουμε τα πιο νόστιμα φρούτα. Έπειτα με ένα χοντρό καρφί πιέζουμε το κάθε ένα από την μια μεριά μέχρι να βγει το κουκούτσι. Προσεκτικά όμως, δεν θέλουμε να χαλάσουμε το φρούτο!

-Γιαγιά, άκουσε με δεν θέλω να μάθω να φτιάχνω γλυκό.

-Πάψε είπα και θα καταλάβεις. Έπειτα με το καρφί κάνεις δυο-τρεις τρύπες στο φρούτο και το βάζεις σε μια λεκάνη με νερό, στο οποίο μέσα έχεις διαλύσει λίγο ασβέστη. Πρόσεχε δεν θέλει πολύ.

-Γιατί τα βάζουμε στον ασβέστη;

-Γιατί αγάπη μου τα βερίκοκα αν τα βράσεις μαλακώνουν πολύ, δεν το θέλεις αυτό. Θέλεις το φρούτο να είναι τόσο μαλακό όσο πρέπει, αλλά να είναι και τραγανό. Είναι σαν τους άντρες για παράδειγμα. Καμιά γυναίκα δεν θέλει έναν άντρα σκληρό σαν πέτρα, άλλα ούτε και πολύ μαλακό σαν λαπά. Όλες ψάχνουμε την χρυσή τομή. Όπως και στο γλυκό βερίκοκο. Αυτήν την δουλειά λοιπόν την κάνει ο ασβέστης στο γλυκό και τα νάζια στους άντρες.

-Μετά; Τι κάνουμε;

-Θα πρέπει να αφήσεις τα φρούτα για κάποιες ώρες μέσα στο ασβεστόνερο, να μπει μέσα για τα καλά και να τα κάνει όσο σκληρά πρέπει. Όμως θυμήσου, πρέπει κάθε τόσο να ανακατεύεις το νερό να μην κάτσει ο ασβέστης κάτω. Έτσι και με τα νάζια, όχι συνέχεια μούτρα και καπρίτσια. Που και που γλύκανε και λίγο, είπε η γιαγιά και στο πρόσωπο της καθρεπτιζόταν όλη η σοφία του κόσμου.

-Κατάλαβα γιαγιά. Μετά τι να κάνω;

-Έπειτα  θα πρέπει να κάμεις το σιρόπι. Να ξέρεις πως το σιρόπι δεν είναι εύκολη δουλειά. Θα βάλεις το νερό με την ζάχαρη να βράσουν και έπειτα θα βάλεις και τα φρούτα μέσα. Θα τα κρατήσεις όλη νύχτα μέσα στο ζεστό σιρόπι και εκείνα θα το ρουφούν μέχρι το πρωί, είπε η γιαγιά και της έκλεισε πονηρά το μάτι.

-Γιαγιά;

-Σους, έχω να σου πω ένα μυστικό ακόμα. Την άλλη μέρα, βάλε το γλυκό να βράσει ξανά, άλλα μόνο για λίγο. Μέχρι να κάψει. Έπειτα θα το βάλεις στο βάζο και θα το αφήσεις να κρυώσει.

-Γιατί να το κάνω αυτό;

-Κουτορνίθι μου,  μια υπενθύμιση της προηγούμενης νύχτας και θα μείνει για καιρό όπως το θέλεις, είπε η γιαγιά πονηρά. Μετά δεν παθαίνει τίποτα. Δεν χαλάει.

03

-Σε αγαπάω πολύ γιαγιά.

-Εγώ σε αγαπάω πιότερο, άντε δρόμο τώρα. Σπίτι σου, έχεις δουλειά να κάμεις πολλή.

Την ίδια ώρα στην αυλή εμφανίστηκε ο παππούς.

-Καλώς τον λεβέντη μου, είπε η γιαγιά και στα μάτια της τρεμόπαιζε μια παιχνιδιάρικη διάθεση.

Φαίη Χατζηαντωνίου

https://www.facebook.com/fay.xatziandoniou

You May Also Like