Η Τσικνοπέμπτη είναι η πιο ξεχωριστή ημέρα της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου (που είναι γνωστή και ως «Κρεατινή»), κατά την οποία, σύμφωνα με το έθιμο, στα σπίτια ψήνουν κρέας στη σχάρα, γεμίζοντας τον αέρα με τη μυρωδιά της «τσίκνας».
Η προέλευση αυτού του παράξενου εθίμου χάνεται στα βάθη του χρόνου, ωστόσο φαίνεται να συνδέεται με τις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, που θεωρούσαν το φαγοπότι και το γλέντι ιεροτελεστία για την καλή ευφορία της γης την άνοιξη.
Η ημέρα της Πέμπτης επιλέχθηκε, σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, διότι η Τετάρτη και η Παρασκευή είναι σημαντικές ημέρες νηστείας.
Η «Τσικνοπέφτη», όπως είναι επίσης γνωστή, ήταν η μέρα που ετοίμαζαν σε παλαιότερες εποχές, το «παστό». Έβραζαν δηλαδή το λίπος με λίγο νερό και το ράντιζαν ταυτόχρονα (με νερό), πριν το σουρώσουν.
Μια εβδομάδα πριν από την Τσικνοπέμπτη, ξεκινούσε η διαδικασία της σφαγής των γουρουνιών, τα λεγόμενα «χοιροσφάγια». Γι’ αυτό, η εβδομάδα αυτή ονομαζόταν και σφαγαριά. Κάθε οικογένεια έτρεφε για έναν ολόκληρο χρόνο από ένα γουρούνι, το οποίο κατέληγε …θύμα της αποκριάτικης κρεατοφαγίας.
Σε όλη την περιφέρεια της Πελοποννήσου, την Τσικνοπέμπτη σφάζουν χοιρινά από τα οποία φτιάχνουν διάφορα άλλα τρόφιμα, μεταξύ των οποίων πηχτή, τσιγαρίδες, λουκάνικα, γουρναλοιφή και παστό.
Στην Κέρκυρα γίνονται τα λεγόμενα «Κορφιάτικα Πετεγολέτσια». Η λέξη Πετεγολέτσια σημαίνει κουτσομπολιό και πραγματοποιείται το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, στην Πιάτσα κοντά στην τοποθεσία «Κουκουνάρα» τής Κέρκυρας.
Στην Πάτρα, έχουμε το έθιμο της Γιαννούλας της Κουλουρούς, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, πιστεύει πως ο ναύαρχος Ουίλσον έρχεται να την παντρευτεί και τον περιμένει μάταια σαν την τρελή στο λιμάνι. Έτσι, την Τσικνοπέμπτη οι Πατρινοί ντύνουν κάποιον νύφη, ή βάζουν ένα ομοίωμα νύφης στο λιμάνι και διασκεδάζουν γύρω του.
Στις Σέρρες ανάβουν μεγάλες φωτιές στις αλάνες και αφού ψήσουν το κρέας, πηδούν από πάνω τους. Τα «προξενιά» έρχονται στο τέλος, όπου κάποιος αναλαμβάνει να αναμείξει τα κάρβουνα με ένα ξύλο.
Στην Κομοτηνή, οι νοικοκυρές σχεδόν καίνε μια κότα, για να τη φάει η οικογένεια την Κυριακή της Αποκριάς. Η παράδοση αναφέρει, επίσης, ότι την Τσικνοπέμπτη τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια πρέπει να ανταλλάξουν φαγώσιμα δώρα. Ο άντρας πρέπει να στείλει τον «κούρκο», δηλαδή μία κότα, και η γυναίκα μπακλαβά και μια κότα γεμιστή.
Στη Θήβα, αρχίζει ο «βλάχικος γάμος», που ξεκινά με το προξενιό δύο νέων, συνεχίζει με τον γάμο και τελειώνει την Καθαρά Δευτέρα με την πορεία των προικιών της νύφης και το γλέντι των συμπεθέρων.
Στην Ιο, το βράδυ της Τσικνοπέμπτης μασκαράδες ζωσμένοι με κουδούνια προβάτων διασχίζουν τη Χώρα και επισκέπτονται σπίτια και καταστήματα.
Στον Πόρο, η παράδοση επιβάλλει στους νέους να κλέψουν ένα… μακαρόνι, το οποίο θα βάλουν κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν ποια θα παντρευτούν.
Στη Σκόπελο, οι κάτοικοι δίνουν ραντεβού στο Πεύκο, για να συνεχίσουν το γλέντι και το φαγοπότι όλοι μαζί.
Η Νάουσα φημίζεται για την αποκριάτικη παράδοσή της. Με πρωταγωνιστές τους «Γενίτσαρους» και τις «Μπούλες», η Τσικνοπέμπτη για της πόλη σημαίνει ραντεβού στην πλατεία Καρατάσου, με εκδηλώσεις από πολιτιστικούς συλλόγους.
Το ίδιο έθιμο ισχύει και την Ήπειρο, αλλά οι νέοι βάζουν στο μαξιλάρι τις κορδέλες από το παραδοσιακό γαϊτανάκι, οι οποίες κόβονται στον τελευταίο (απογευματινό) χορό την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.